- σφονδυλίων
- ὁ, Α(ενν. μυελός) πιθ. ο μυελός τής σπονδυλικής στήλης, ο νωτιαίος μυελός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος / σπόνδυλος + επίθημα -ίων (πρβλ. ακανθ-ίων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφονδυλίων — σφονδύλιον cow parsnip neut gen pl σφονδύλιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… … Dictionary of Greek